η ελληνική κτηνοτροφία υπό επιτήρηση: στο χείλος της καταστροφής ή μπροστά σε μια θαυμάσια ευκαιρία για ένα ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης;
Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε είναι η Ελλάδα η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας η κτηνοτροφία μπαίνει στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών υπηρεσιών αρμόδιων για την ασφάλεια και την υγιεινή τροφίμων. Να θυμηθούμε μόνο την κρίση των ‘τρελών αγελάδων’ που ξεκίνησε από την Μ. Βρετανία, και συντάραξε την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά το 1992, ή την κρίση της διοξίνης στα πουλερικά του Βελγίου το 1999 και την εισαγόμενη γρίπη των πτηνών το 2004. Ακόμη, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο των Μ. Τράτσα και Π. Μπίτσικα (Το Βήμα, 21/12/2008) η τελευταία πρωτοβουλία της ΕΕ δεν είναι κάτι νέο ούτε και μη αναμενόμενο – τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι για το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και τις αρμόδιες υπηρεσίες του. Το 2008 συντάχθηκαν τέσσερις εκθέσεις ελέγχου που αφορούν την Ελλάδα, ενώ το 2007 είχαν συνταχθεί ήδη 10 σχετικές εκθέσεις. Στο Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ) της Διεύθυνσης Υγείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να βρει κανείς συνολικά 95 εκθέσεις ελέγχου που αφορούν την Ελλάδα από το 1998-2008. Αν ο μεγάλος αριθμός των εκθέσεων δεν αποτελεί σαφή ένδειξη προβλημάτων, τότε το περιεχόμενο πολλών από αυτές σίγουρα αποτελεί μερική απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά, τουλάχιστο σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΓΤΚΘ. Χαρακτηριστικά, στην έκθεση του Απριλίου (2008/7813) αναφέρεται ότι ο συντονισμός των Ελληνικών υπηρεσιών καθυστερεί απελπιστικά αναμένοντας αποφάσεις ‘σέ πολιτικό επίπεδο’, ενώ η έκθεση του Ιανουαρίου (2008/7965) αναφέρει επί λέξει ότι οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι εκ μέρους των αρμόδιων Ελληνικών υπηρεσιών ήταν ‘ικανοποιητικές στα χαρτιά … στην πράξη όμως ήταν σημαντικά ελλειμματικές’.
Πως θα επηρεάσει η παρούσα πρωτοβουλία της ΕΕ να θέσει την Ελληνική κτηνοτροφία σε καθεστώς τακτικών (μηνιαίων) ελέγχων και η απειλή απαγόρευσης εξαγωγών κρέατος;
Ακόμη και αν απαγορευτούν οι εξαγωγές, αυτές αποτελούν σχετικά μικρό μέρος του ισοζυγίου κρέατος και μάλλον δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της κτηνοτροφικής παραγωγής της χώρας. Οι εξαγωγές δεν αποτελούν παρά κάτι λιγότερο από το 6% της ετήσιας παραγωγής κρέατος, ενώ αντίθετα το ύψος των εισαγωγών (448 χιλ. τόνοι) είναι μόλις λίγο χαμηλότερο από την ετήσια παραγωγή (488 χιλ. τόνοι). Επίσης μόνο οι μισές από τις εξαγωγές (3% της παραγωγής) είναι προς χώρες της ΕΕ. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την 25ετία 1981-2006 από την ένταξη στην ΕΕ η παραγωγή αυξήθηκε ελάχιστα (14,5%), ενώ η κατανάλωση διπλασιάστηκε και οι εισαγωγές υπερ-τριπλασιάστηκαν. Το ποσοστό αυτάρκειας σε κρέας είναι σήμερα 53% από το 85% το 1981. Η αύξηση κατανάλωσης κρέατος (πάνω από 100%) που σημειώθηκε κατά την 25ετία μετά την ένταξη καλύφθηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από εισαγωγές και κυρίως από χώρες της ΕΕ. Αν λοιπόν το ΓΤΚΘ επιβάλει άμεσα εμπάργκο εξαγωγών προς την ΕΕ στα Ελληνικά κρέατα, αυτό δεν θα επηρεάσει άμεσα παρά κάτι λιγότερο από το 3% της εθνικής παραγωγής. Αυτό φυσικά θα είναι καταστροφικό για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις εξαγωγές αυτές. Όμως είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι και αυτές οι επιχειρήσεις φέρουν μερίδιο της ευθύνης μαζί με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου. Η μείωση των εξαγωγών βέβαια δεν θα είναι το μοναδικό αποτέλεσμα των δυσμενών εκθέσεων του ΓΤΚΘ, καθώς η δυσφήμηση που θα ακολουθήσει θα επηρεάσει αρνητικά και την Ελληνική κατανάλωση εγχώριου κρέατος. Την έκταση του φαινομένου αυτού δεν μπορούμε να την προβλέψουμε εύκολα. Σίγουρα όμως θα έχει σημαντικές επιπτώσεις, ίσως και υψηλότερες από την μικρή ούτως ή άλλως μείωση των εισαγωγών, καθώς τα Ελληνικά κρέατα πωλούνται σε υψηλότερες τιμές από τα εισαγόμενα, αφού προτιμούνται από τους Έλληνες καταναλωτές.
Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως να δεί κανείς τα αίτια του προβλήματος: Γιατί η Ελληνική κτηνοτροφία απειλείται με ‘καραντίνα’ και ‘τελεσίγραφα’ και βρίσκεται συχνά και επίμονα στο στόχαστρο της ΕΕ; Τα αίτια θα πρέπει αφ’ ενός να αναζητηθούν στην χρόνια παθογένεια της κρατικής μηχανής και αφ’ ετέρου στην διάρθρωση της κτηνοτροφικής παραγωγής και της αλυσίδας του κλάδου του κρέατος.
Το πρώτο, δεν θα πρέπει, δυστυχώς, να μας εκπλήσσει. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων δεν είναι το μοναδικό τμήμα του κράτους που καθυστερεί να εναρμονιστεί με Κοινοτικές οδηγίες, ή ακόμα πιο απλά και ουσιαστικά: Οι υπηρεσίες αυτού του κράτους είτε αρνούνται πεισματικά είτε αδυνατούν να εκσυγχρονιστούν και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας μοντέρνας κοινωνίας σε μια Ευρωπαϊκή χώρα όπου πάνω από το 70% του πληθυσμού ζεί σε αστικά κέντρα. Η δικαιολογία της περιβόητης ‘υλικοτεχνικής υποδομής’ δεν πείθει όσο παλαιότερα. Για παράδειγμα και σύμφωνα πάντα με τις εκθέσεις ελέγχου του ΓΤΚΘ, 15 εργαστήρια ελέγχου καταλοίπων σε ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης είχαν εξοπλιστεί από το 2005 με υπερσύγχρονα όργανα ‘σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας’ (ΓΤΚΘ έκθεση 2008/7965). Τρία χρόνια αργότερα όμως, μόνο ένα από τα 15 εργαστήρια είχε καταφέρει να πιστοποιηθεί – άρα και να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Τα υπόλοιπα 14 παρέμειναν ουσιαστικά ανενεργά λόγω ελλείψεων κάποιων χημικών αντιδραστηρίων και ειδικευμένου προσωπικού, κυρίως λόγω γραφειοκρατικών παραλείψεων. Αφού όμως μιλούμε για έλεγχο καταλοίπων στο κρέας η διαδικασία πρέπει να ξεκινά νωρίτερα και υψηλότερα στην αλυσίδα παραγωγής, όταν χορηγούνται τα φάρμακα στα ζώα και όταν αναμιγνύονται οι ζωοτροφές. Πως μπορούμε όμως να περιμένουμε λελογισμένη χρήση κτηνιατρικών φαρμάκων από τους κτηνοτρόφους όταν δεν υπάρχει ελεγχόμενη συνταγογραφία από τους κτηνιάτρους; – πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει ικανοποιητική τέτοια ούτε για τα ανθρώπινα φάρμακα;. Να προσθέσουμε ότι υπάρχει και σοβαρό δεοντολογικό πρόβλημα όταν ο κτηνίατρος είναι συνήθως και ο ‘φαρμακοποιός’ ο οποίος πωλεί τα φάρμακα, κάτι που ισχύει επίσης με τις ίδιες ολέθριες συνέπειες και με τους γεωπόνους και τα γεωργικά φάρμακα. Εδώ είναι απαραίτητο το συνταγολόγιο, η καθιέρωση βιβλίου θεραπείας σε κάθε στάβλο και κτηνιατρείο καθώς και στο συσκευαστήριο ζωοτροφών και κυρίως ο συνδυασμένος και διασταυρούμενος έλεγχος όλων - χρειάζεται δηλαδή ένα ‘ΤΑΞΙΣ’ της κτηνοτροφίας και των τροφίμων γενικότερα.
Το δεύτερο αίτιο, η διάρθρωση της κτηνοτροφίας και της όλης αλυσίδας παραγωγής και διακίνησης αφ’ ενός δεν βοηθάει στην εφαρμογή ενός εμπεριστατωμένου συστήματος ελέγχου που θα καλύπτει τις ανάγκες μιας σύγχρονης αλυσίδας τροφίμων, αφ’ ετέρου όμως είναι και ένα πλεονέκτημα καθώς δεν επιτρέπει την εύκολη διάδοση επιδημιών που ταλανίζουν συχνά την κτηνοτροφία των μεγάλων παραγωγών χωρών του Ευρωπαϊκού βορά. Σε καμιά χώρα του κόσμου δεν υπάρχει αδιάτρητο σύστημα ελέγχου ποιότητας και υγιεινής τροφίμων. Απόδειξη ότι οι κρίσεις πλήττουν επανειλημμένα χώρες με τα πιο προηγμένα συστήματα και διαδικασίες ελέγχων, όπως είναι η Μ. Βρετανία, το Βέλγιο, η Γαλλία, οι ΗΠΑ ακόμη και η Ολλανδία και η Δανία, ή όπως είδαμε πολύ πρόσφατα η Ιρλανδία. Δεν είναι οι κρίσεις της διατροφικής αλυσίδας μόνο Ελληνικό φαινόμενο – τουναντίον η Ελλάδα ίσως έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε κάποια είδη διατροφικών κρίσεων. Το πρόσφατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και προκάλεσε την παρέμβαση των υπηρεσιών της ΕΕ δεν έχει τον χαρακτήρα της κρίσης, αλλά μάλλον αποτελεί χρόνια - και ως τώρα τουλάχιστον ανίατη - ασθένεια. Η Ελληνική κτηνοτροφία είναι όμως λιγότερο επιρρεπής στις κρίσεις που μαστίζουν συχνά πολλές χώρες με εντατική κτηνοτροφία. Λόγω και της χαμηλής σχετικά παραγωγής και της γεωγραφίας της χώρας μας, όπου η κτηνοτροφική παραγωγή είναι αρκετά διεσπαρμένη, υπάρχουν λιγότερες και μικρότερης έκτασης επιδημίες σε σχέση με άλλες χώρες με πολύ μεγαλύτερη και πυκνότερης διασποράς παραγωγή και όχι τόσο ευνοϊκή γεωγραφία. Η Ελλάδα όμως έχει μικρού μεγέθους κτηνοτροφικές μονάδες καθώς και μικρού μεγέθους σφαγεία πολλά από τα οποία δεν ικανοποιούν τις σύγχρονες απαιτήσεις υγιεινής ούτε και της ηθικής μεταχείρισης των ζώων (κάτι που πέρα από ένδειξη πολιτισμού αφορά πολλούς από τους καταναλωτές εντός και εκτός της χώρας). Επίσης το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της διανομής κρέατος γίνεται από μικρά πολυάριθμα κρεοπωλεία παρά από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η διασπορά αυτή του λιανεμπορίου καθιστά δύσκολο το έργο του ελέγχου στο κομμάτι αυτό της αλυσίδας. Οι έλεγχοι για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να καλύπτουν όλα τα στάδια της αλυσίδας από τον στάβλο ως τον πάγκο του χασάπη, και το ψυγείο του σούπερ μάρκετ, από το χωράφι στον μύλο ζωοτροφών και τα κτηνιατρικά φάρμακα, όπως και την διάθεση των λυμάτων και των αποβλήτων των σφαγείων. Είναι ίσως καιρός πέρα από ένα ΤΑΞΙΣ τροφίμων ή μάλλον παράλληλα με αυτό, να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε ένα σύστημα ‘ιχνιλασιμότας’ για την Ελληνική κτηνοτροφία και την αλυσίδα τροφίμων γενικότερα.
Οι κρίσεις πολλές φορές μπορούν να μετατραπούν σε θαυμάσιες ευκαιρίες. Είναι ίσως κατάλληλη η στιγμή η Ελληνική κτηνοτροφία να περάσει στο δεύτερο στάδιο του εκσυγχρονισμού της μετά την ένταξη στην ΕΕ και να βρεί τα δικό της μοντέλο ανάπτυξης. Εκσυγχρονισμός δεν σημαίνει απαραίτητα και βιομηχανοποίηση. Δεν είναι αναγκαίο να μετατραπεί η Ελληνική κτηνοτροφία σε μια αλυσίδα με έναν μικρό αριθμό μεγάλης κλίμακας μονάδων παραγωγής με λίγα γιγαντιαία σφαγεία και μονάδες επεξεργασίας κρέατος. Ούτε μπορεί να συμβεί αυτό, ούτε και απαραίτητο είναι – τουλάχιστον όχι σε καθολική κλίμακα. Η Ελληνική κτηνοτροφία πρέπει να αναζητήσει το δικό της μοντέλο ανάπτυξης που θα πρέπει να το διέπει η υψηλής ασφάλειας, υγιεινή κτηνοτροφική παραγωγή και που θα είναι δυαδικό: Το ένα σκέλος είναι η μικρής κλίμακας παραγωγή με τοπικά χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να απεμποληθεί το σύστημα των μικρών μονάδων, κυρίως στα αιγοπρόβατα αλλά και σε άλλα ζώα. Είναι εδώ απαραίτητη η ανάδειξη των όποιων τοπικών πλεονεκτημάτων, είτε αυτά αφορούν τις ειδικές κλιματολογικές, γεωγραφικές, ακόμη και ιστορικές συνθήκες στην κάθε περίπτωση. Το δεύτερο σκέλος του δυαδικού συστήματος αυτού θα είναι η μεγάλης κλίμακας βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Υπάρχει ένα τμήμα της ζήτησης που απαιτεί πιο μαζική, πιο ομογενοποιημένη παραγωγή, μεγάλο μέρος της οποίας καλύπτεται ήδη από τις εισαγωγές. Τέτοιου είδους παραγωγή την απαιτούν ο τουριστικός χαρακτήρας της χώρας, η εποχιακή κατανάλωση οι μεγάλες τουριστικές μονάδες, οι αλυσίδες εστιατορίων, εφοδιασμοί αεροπλάνων πλοίων, κλπ, καθώς και μόνιμοι ‘θεσμικοί’ καταναλωτές, όπως ο στρατός, νοσοκομεία, κλπ. Τα δύο αυτά σκέλη του δυαδικού συστήματος μπορούν να συνυπάρξουν και να αλληλοτροφοδοτούνται.
Ο εκσυγχρονισμός της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα είναι αναγκαίο να γίνει έστω και τώρα. Είναι αναγκαίο όχι μόνο επειδή οι παραγωγοί έχουν δικαίωμα να επιβιώσουν και να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή, αλλά και επειδή το δικαιούνται έστω και αν δεν το διεκδικούν ακόμα οι Έλληνες καταναλωτές. Επειδή επίσης είναι υποχρέωσή μας να προσφέρουμε υψηλής ποιότητας τρόφιμα στα 10 εκατομμύρια τουριστών που μας κάνουν την τιμή να επιλέξουν την χώρα μας κάθε χρόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν ότι το δικαιούνται αυτοί όμως μπορούν να το διεκδικήσουν και αλλού. Ο εκσυγχρονισμός της αλυσίδας κρέατος απαιτεί όμως όχι μόνο εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών, αλλά και όλων των συμμετεχόντων στην αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης. Όλοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς πρέπει να υποστούν το μερίδιο του κόστους που τους ανήκει για να έχουν δικαίωμα στα κέρδη που θα δημιουργηθούν – ή έστω για να μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα για την επιβίωσή τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε είναι η Ελλάδα η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση της οποίας η κτηνοτροφία μπαίνει στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών υπηρεσιών αρμόδιων για την ασφάλεια και την υγιεινή τροφίμων. Να θυμηθούμε μόνο την κρίση των ‘τρελών αγελάδων’ που ξεκίνησε από την Μ. Βρετανία, και συντάραξε την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά το 1992, ή την κρίση της διοξίνης στα πουλερικά του Βελγίου το 1999 και την εισαγόμενη γρίπη των πτηνών το 2004. Ακόμη, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο των Μ. Τράτσα και Π. Μπίτσικα (Το Βήμα, 21/12/2008) η τελευταία πρωτοβουλία της ΕΕ δεν είναι κάτι νέο ούτε και μη αναμενόμενο – τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι για το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και τις αρμόδιες υπηρεσίες του. Το 2008 συντάχθηκαν τέσσερις εκθέσεις ελέγχου που αφορούν την Ελλάδα, ενώ το 2007 είχαν συνταχθεί ήδη 10 σχετικές εκθέσεις. Στο Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων (ΓΤΚΘ) της Διεύθυνσης Υγείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να βρει κανείς συνολικά 95 εκθέσεις ελέγχου που αφορούν την Ελλάδα από το 1998-2008. Αν ο μεγάλος αριθμός των εκθέσεων δεν αποτελεί σαφή ένδειξη προβλημάτων, τότε το περιεχόμενο πολλών από αυτές σίγουρα αποτελεί μερική απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά, τουλάχιστο σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΓΤΚΘ. Χαρακτηριστικά, στην έκθεση του Απριλίου (2008/7813) αναφέρεται ότι ο συντονισμός των Ελληνικών υπηρεσιών καθυστερεί απελπιστικά αναμένοντας αποφάσεις ‘σέ πολιτικό επίπεδο’, ενώ η έκθεση του Ιανουαρίου (2008/7965) αναφέρει επί λέξει ότι οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι εκ μέρους των αρμόδιων Ελληνικών υπηρεσιών ήταν ‘ικανοποιητικές στα χαρτιά … στην πράξη όμως ήταν σημαντικά ελλειμματικές’.
Πως θα επηρεάσει η παρούσα πρωτοβουλία της ΕΕ να θέσει την Ελληνική κτηνοτροφία σε καθεστώς τακτικών (μηνιαίων) ελέγχων και η απειλή απαγόρευσης εξαγωγών κρέατος;
Ακόμη και αν απαγορευτούν οι εξαγωγές, αυτές αποτελούν σχετικά μικρό μέρος του ισοζυγίου κρέατος και μάλλον δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο σύνολο της κτηνοτροφικής παραγωγής της χώρας. Οι εξαγωγές δεν αποτελούν παρά κάτι λιγότερο από το 6% της ετήσιας παραγωγής κρέατος, ενώ αντίθετα το ύψος των εισαγωγών (448 χιλ. τόνοι) είναι μόλις λίγο χαμηλότερο από την ετήσια παραγωγή (488 χιλ. τόνοι). Επίσης μόνο οι μισές από τις εξαγωγές (3% της παραγωγής) είναι προς χώρες της ΕΕ. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά την 25ετία 1981-2006 από την ένταξη στην ΕΕ η παραγωγή αυξήθηκε ελάχιστα (14,5%), ενώ η κατανάλωση διπλασιάστηκε και οι εισαγωγές υπερ-τριπλασιάστηκαν. Το ποσοστό αυτάρκειας σε κρέας είναι σήμερα 53% από το 85% το 1981. Η αύξηση κατανάλωσης κρέατος (πάνω από 100%) που σημειώθηκε κατά την 25ετία μετά την ένταξη καλύφθηκε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από εισαγωγές και κυρίως από χώρες της ΕΕ. Αν λοιπόν το ΓΤΚΘ επιβάλει άμεσα εμπάργκο εξαγωγών προς την ΕΕ στα Ελληνικά κρέατα, αυτό δεν θα επηρεάσει άμεσα παρά κάτι λιγότερο από το 3% της εθνικής παραγωγής. Αυτό φυσικά θα είναι καταστροφικό για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που ασχολούνται με τις εξαγωγές αυτές. Όμως είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι και αυτές οι επιχειρήσεις φέρουν μερίδιο της ευθύνης μαζί με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου. Η μείωση των εξαγωγών βέβαια δεν θα είναι το μοναδικό αποτέλεσμα των δυσμενών εκθέσεων του ΓΤΚΘ, καθώς η δυσφήμηση που θα ακολουθήσει θα επηρεάσει αρνητικά και την Ελληνική κατανάλωση εγχώριου κρέατος. Την έκταση του φαινομένου αυτού δεν μπορούμε να την προβλέψουμε εύκολα. Σίγουρα όμως θα έχει σημαντικές επιπτώσεις, ίσως και υψηλότερες από την μικρή ούτως ή άλλως μείωση των εισαγωγών, καθώς τα Ελληνικά κρέατα πωλούνται σε υψηλότερες τιμές από τα εισαγόμενα, αφού προτιμούνται από τους Έλληνες καταναλωτές.
Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως να δεί κανείς τα αίτια του προβλήματος: Γιατί η Ελληνική κτηνοτροφία απειλείται με ‘καραντίνα’ και ‘τελεσίγραφα’ και βρίσκεται συχνά και επίμονα στο στόχαστρο της ΕΕ; Τα αίτια θα πρέπει αφ’ ενός να αναζητηθούν στην χρόνια παθογένεια της κρατικής μηχανής και αφ’ ετέρου στην διάρθρωση της κτηνοτροφικής παραγωγής και της αλυσίδας του κλάδου του κρέατος.
Το πρώτο, δεν θα πρέπει, δυστυχώς, να μας εκπλήσσει. Οι υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης και Τροφίμων δεν είναι το μοναδικό τμήμα του κράτους που καθυστερεί να εναρμονιστεί με Κοινοτικές οδηγίες, ή ακόμα πιο απλά και ουσιαστικά: Οι υπηρεσίες αυτού του κράτους είτε αρνούνται πεισματικά είτε αδυνατούν να εκσυγχρονιστούν και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας μοντέρνας κοινωνίας σε μια Ευρωπαϊκή χώρα όπου πάνω από το 70% του πληθυσμού ζεί σε αστικά κέντρα. Η δικαιολογία της περιβόητης ‘υλικοτεχνικής υποδομής’ δεν πείθει όσο παλαιότερα. Για παράδειγμα και σύμφωνα πάντα με τις εκθέσεις ελέγχου του ΓΤΚΘ, 15 εργαστήρια ελέγχου καταλοίπων σε ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης είχαν εξοπλιστεί από το 2005 με υπερσύγχρονα όργανα ‘σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας’ (ΓΤΚΘ έκθεση 2008/7965). Τρία χρόνια αργότερα όμως, μόνο ένα από τα 15 εργαστήρια είχε καταφέρει να πιστοποιηθεί – άρα και να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Τα υπόλοιπα 14 παρέμειναν ουσιαστικά ανενεργά λόγω ελλείψεων κάποιων χημικών αντιδραστηρίων και ειδικευμένου προσωπικού, κυρίως λόγω γραφειοκρατικών παραλείψεων. Αφού όμως μιλούμε για έλεγχο καταλοίπων στο κρέας η διαδικασία πρέπει να ξεκινά νωρίτερα και υψηλότερα στην αλυσίδα παραγωγής, όταν χορηγούνται τα φάρμακα στα ζώα και όταν αναμιγνύονται οι ζωοτροφές. Πως μπορούμε όμως να περιμένουμε λελογισμένη χρήση κτηνιατρικών φαρμάκων από τους κτηνοτρόφους όταν δεν υπάρχει ελεγχόμενη συνταγογραφία από τους κτηνιάτρους; – πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει ικανοποιητική τέτοια ούτε για τα ανθρώπινα φάρμακα;. Να προσθέσουμε ότι υπάρχει και σοβαρό δεοντολογικό πρόβλημα όταν ο κτηνίατρος είναι συνήθως και ο ‘φαρμακοποιός’ ο οποίος πωλεί τα φάρμακα, κάτι που ισχύει επίσης με τις ίδιες ολέθριες συνέπειες και με τους γεωπόνους και τα γεωργικά φάρμακα. Εδώ είναι απαραίτητο το συνταγολόγιο, η καθιέρωση βιβλίου θεραπείας σε κάθε στάβλο και κτηνιατρείο καθώς και στο συσκευαστήριο ζωοτροφών και κυρίως ο συνδυασμένος και διασταυρούμενος έλεγχος όλων - χρειάζεται δηλαδή ένα ‘ΤΑΞΙΣ’ της κτηνοτροφίας και των τροφίμων γενικότερα.
Το δεύτερο αίτιο, η διάρθρωση της κτηνοτροφίας και της όλης αλυσίδας παραγωγής και διακίνησης αφ’ ενός δεν βοηθάει στην εφαρμογή ενός εμπεριστατωμένου συστήματος ελέγχου που θα καλύπτει τις ανάγκες μιας σύγχρονης αλυσίδας τροφίμων, αφ’ ετέρου όμως είναι και ένα πλεονέκτημα καθώς δεν επιτρέπει την εύκολη διάδοση επιδημιών που ταλανίζουν συχνά την κτηνοτροφία των μεγάλων παραγωγών χωρών του Ευρωπαϊκού βορά. Σε καμιά χώρα του κόσμου δεν υπάρχει αδιάτρητο σύστημα ελέγχου ποιότητας και υγιεινής τροφίμων. Απόδειξη ότι οι κρίσεις πλήττουν επανειλημμένα χώρες με τα πιο προηγμένα συστήματα και διαδικασίες ελέγχων, όπως είναι η Μ. Βρετανία, το Βέλγιο, η Γαλλία, οι ΗΠΑ ακόμη και η Ολλανδία και η Δανία, ή όπως είδαμε πολύ πρόσφατα η Ιρλανδία. Δεν είναι οι κρίσεις της διατροφικής αλυσίδας μόνο Ελληνικό φαινόμενο – τουναντίον η Ελλάδα ίσως έχει συγκριτικό πλεονέκτημα σε κάποια είδη διατροφικών κρίσεων. Το πρόσφατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και προκάλεσε την παρέμβαση των υπηρεσιών της ΕΕ δεν έχει τον χαρακτήρα της κρίσης, αλλά μάλλον αποτελεί χρόνια - και ως τώρα τουλάχιστον ανίατη - ασθένεια. Η Ελληνική κτηνοτροφία είναι όμως λιγότερο επιρρεπής στις κρίσεις που μαστίζουν συχνά πολλές χώρες με εντατική κτηνοτροφία. Λόγω και της χαμηλής σχετικά παραγωγής και της γεωγραφίας της χώρας μας, όπου η κτηνοτροφική παραγωγή είναι αρκετά διεσπαρμένη, υπάρχουν λιγότερες και μικρότερης έκτασης επιδημίες σε σχέση με άλλες χώρες με πολύ μεγαλύτερη και πυκνότερης διασποράς παραγωγή και όχι τόσο ευνοϊκή γεωγραφία. Η Ελλάδα όμως έχει μικρού μεγέθους κτηνοτροφικές μονάδες καθώς και μικρού μεγέθους σφαγεία πολλά από τα οποία δεν ικανοποιούν τις σύγχρονες απαιτήσεις υγιεινής ούτε και της ηθικής μεταχείρισης των ζώων (κάτι που πέρα από ένδειξη πολιτισμού αφορά πολλούς από τους καταναλωτές εντός και εκτός της χώρας). Επίσης το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της διανομής κρέατος γίνεται από μικρά πολυάριθμα κρεοπωλεία παρά από τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Η διασπορά αυτή του λιανεμπορίου καθιστά δύσκολο το έργο του ελέγχου στο κομμάτι αυτό της αλυσίδας. Οι έλεγχοι για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να καλύπτουν όλα τα στάδια της αλυσίδας από τον στάβλο ως τον πάγκο του χασάπη, και το ψυγείο του σούπερ μάρκετ, από το χωράφι στον μύλο ζωοτροφών και τα κτηνιατρικά φάρμακα, όπως και την διάθεση των λυμάτων και των αποβλήτων των σφαγείων. Είναι ίσως καιρός πέρα από ένα ΤΑΞΙΣ τροφίμων ή μάλλον παράλληλα με αυτό, να σκεφτούμε και να σχεδιάσουμε ένα σύστημα ‘ιχνιλασιμότας’ για την Ελληνική κτηνοτροφία και την αλυσίδα τροφίμων γενικότερα.
Οι κρίσεις πολλές φορές μπορούν να μετατραπούν σε θαυμάσιες ευκαιρίες. Είναι ίσως κατάλληλη η στιγμή η Ελληνική κτηνοτροφία να περάσει στο δεύτερο στάδιο του εκσυγχρονισμού της μετά την ένταξη στην ΕΕ και να βρεί τα δικό της μοντέλο ανάπτυξης. Εκσυγχρονισμός δεν σημαίνει απαραίτητα και βιομηχανοποίηση. Δεν είναι αναγκαίο να μετατραπεί η Ελληνική κτηνοτροφία σε μια αλυσίδα με έναν μικρό αριθμό μεγάλης κλίμακας μονάδων παραγωγής με λίγα γιγαντιαία σφαγεία και μονάδες επεξεργασίας κρέατος. Ούτε μπορεί να συμβεί αυτό, ούτε και απαραίτητο είναι – τουλάχιστον όχι σε καθολική κλίμακα. Η Ελληνική κτηνοτροφία πρέπει να αναζητήσει το δικό της μοντέλο ανάπτυξης που θα πρέπει να το διέπει η υψηλής ασφάλειας, υγιεινή κτηνοτροφική παραγωγή και που θα είναι δυαδικό: Το ένα σκέλος είναι η μικρής κλίμακας παραγωγή με τοπικά χαρακτηριστικά. Δεν πρέπει να απεμποληθεί το σύστημα των μικρών μονάδων, κυρίως στα αιγοπρόβατα αλλά και σε άλλα ζώα. Είναι εδώ απαραίτητη η ανάδειξη των όποιων τοπικών πλεονεκτημάτων, είτε αυτά αφορούν τις ειδικές κλιματολογικές, γεωγραφικές, ακόμη και ιστορικές συνθήκες στην κάθε περίπτωση. Το δεύτερο σκέλος του δυαδικού συστήματος αυτού θα είναι η μεγάλης κλίμακας βιομηχανοποιημένη παραγωγή. Υπάρχει ένα τμήμα της ζήτησης που απαιτεί πιο μαζική, πιο ομογενοποιημένη παραγωγή, μεγάλο μέρος της οποίας καλύπτεται ήδη από τις εισαγωγές. Τέτοιου είδους παραγωγή την απαιτούν ο τουριστικός χαρακτήρας της χώρας, η εποχιακή κατανάλωση οι μεγάλες τουριστικές μονάδες, οι αλυσίδες εστιατορίων, εφοδιασμοί αεροπλάνων πλοίων, κλπ, καθώς και μόνιμοι ‘θεσμικοί’ καταναλωτές, όπως ο στρατός, νοσοκομεία, κλπ. Τα δύο αυτά σκέλη του δυαδικού συστήματος μπορούν να συνυπάρξουν και να αλληλοτροφοδοτούνται.
Ο εκσυγχρονισμός της κτηνοτροφίας στην Ελλάδα είναι αναγκαίο να γίνει έστω και τώρα. Είναι αναγκαίο όχι μόνο επειδή οι παραγωγοί έχουν δικαίωμα να επιβιώσουν και να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή, αλλά και επειδή το δικαιούνται έστω και αν δεν το διεκδικούν ακόμα οι Έλληνες καταναλωτές. Επειδή επίσης είναι υποχρέωσή μας να προσφέρουμε υψηλής ποιότητας τρόφιμα στα 10 εκατομμύρια τουριστών που μας κάνουν την τιμή να επιλέξουν την χώρα μας κάθε χρόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν ότι το δικαιούνται αυτοί όμως μπορούν να το διεκδικήσουν και αλλού. Ο εκσυγχρονισμός της αλυσίδας κρέατος απαιτεί όμως όχι μόνο εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών, αλλά και όλων των συμμετεχόντων στην αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης. Όλοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς πρέπει να υποστούν το μερίδιο του κόστους που τους ανήκει για να έχουν δικαίωμα στα κέρδη που θα δημιουργηθούν – ή έστω για να μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα για την επιβίωσή τους.