Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

με λένε χασάν και είμαι έλληνας



ουψάλα σουηδία, απρίλιος 2012

αλλάζαμε ο ένας δίπλα στον άλλον στα αποδητήρια του γυμναστηρίου στην ουψάλα. αυτός κοντός, τριχωτός, γεροδεμένος, γύρω στα 60.
μου πέταξε χαμογελώντας κάτι στα σουηδικά. 
του απάντησα κακήν κακώς
κατάλαβε από τα άθλια σουηδικά μου ότι δεν ζώ εκεί
‘από πού είσαι;’, με ρώτησε στα αγγλικά
from greece
έλληνας είσαι; κι εγώ έλληνας!!’ φώναξε στα ελληνικά
είχε μια βαριά ανατολίτικη προφορά. μιλούσε δυνατά. 
υποψιάστηκα ότι ίσως είναι πομάκος ή κάτι τέτοιο...
‘από που είσαι; από θράκη μήπως;’ τον ρώτησα κάνοντας κάπως τον έξυπνο
‘όχι, από αίγυπτο...’ ..έκανε μια παύση, με κοίταξε στα μάτια. χαμογέλασε:
‘όμως είμαι έλληνας’
‘ά, είσαι από τους έλληνες της αιγύπτου’, ξανα-πέταξα την εξυπνάδα μου
‘όχι. χασάν με λένε. αιγύπτιος από γεννησιμιού...αλλά είμαι έλληνας εδώ κι εδώ’

χτύπησε με το δάκτυλο τον κρόταφο και το στήθος του
είχαμε και οι δυό φορέσει τα αθλητικά μας και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες προς το γυμναστήριο με τα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στον ποταμό fyris. μιλούσε γρήγορα:
‘εζησα στην ελλάδα πέντε χρόνια. είμαι τριάντα χρόνια τώρα στην σουηδία. νέος είχα τρέλα με τα ταξίδια. μπαρκάρισα. στο πρώτο κι’ όλας ταξίδι δέσαμε πειραιά. ξετρελάθηκα με την αθήνα και με την ελλάδα. ξεμπάρκαρα και έμεινα εκεί. πέντε χρόνια. εκεί γνώρισα την γυναίκα μου. σουηδέζα. με κουβάλησε εδώ...30 χρόνια ουψάλα...καλά είναι...δεν βαρυέσαι, δεν έχω παράπονο’
εκτός από την βαριά προφορά του, μιλούσε πολύ σωστά ελληνικά, με άρτια άρθρωση και συντακτικό, πολύ καλύτερα από ότι μιλώ εγώ δανέζικα ή σουηδικά για παράδειγμα
‘καλά, πως μιλάς τόσο καλά εληνικά ακόμα, μετά τριάντα χρόνια;’ τον ρώτησα.
‘μα επειδή εγώ λατρεύω την ελλάδα. κι εσάς τους έλληνες σας αγαπώ πολύ...
...όχι όμως αυτούς τους πούστηδες...
αράδιασε μια σειρά βρισιές για τους πολιτικούς που τους ήξερε όλους με ονοματεπώνυμα. τους στόλισε όλους ανεξαιρέτως, κόματα, πρωθυπουργούς, με όμορφες βρισιές, λιμανίσιες.
ήταν ενημερωμένος για την κατάσταση, το χρέος, την τρόικα:
‘πού πήγαν τα λευτά ρε κουμπάρε, μου λες που πήγαν τόσα λευτά; η ελλάδα είναι πλούσια χώρα. οι έλληνες νοικοκύρηδες ανθρώποι... θα σου πώ εγώ που πήγαν. στην ελβετία τα πήγανε αυτοί οι πούστηδες. και οι έλληνες και ο δικός μας εκεί κάτω ο μουμπάρακ είναι όλοι κλέφτηδες’
είχαμε φτάσει στο γυμναστήριο. ο χασάν έπιασε μια κοπιλατική κι άρχισε να τραβάει κουπί.
τον αποχαιρέτισα.
‘ε, λεβέντη, μη φοβάσαι! η ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει’  μου φώναξε, αγνοώντας τους καταϊδρωμένους σουηδούς που χτυπιόταν στα μηχανήματα γύρω του

δέν ξέρω πόσο εννοούσε ο χασάν το οτι στην καρδιά και στο μυαλό ήταν έλληνας. 
όμως γνωρίζω πολύ καλά από δική μου πείρα
ότι μια γλώσσα δεν την μαθαίνεις και δεν την θυμάσαι 30 χρόνια 
αν δεν νιώσεις την κουλτούρα που την δημιούργησε και που η γλώσσα αυτή εκφράζει
και αν δεν αγαπήσεις την χώρα και τους ανθρώπους που την μιλούν

αφροέλληνες



μορονγκόρο, τανζανία 2009

τελειώναμε μια δεκαήμερη επίσκεψη στην τανζανία με ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα του fao. καμιά δεκαριά πανεπιστημιακοί διαφόρων εθνικοτήτων, δανοί, γερμανοί, σουηδοί. είχαμε καταλλήξει στο morongoro μια μικρή πόλη στην καρδιά της τανζανίας. το βράδυ, κατάκοποι, πήγαμε για φαγητό στο ‘mama pierina’s’ στο πιό καλό ιταλικό εστιατόριο της πόλης. ακολουθούσαμε τον jurgen, τον κατά κάποιο τρόπο αρχηγό τη αποστολής. έναν δανό κτηνίατρο πολυταξιδεμένο. άνθρωπο παλαιάς κοπής με χακί και αρβύλες. είχε φάει την αφρική με το κουτάλι.
η ιδιοκτήτρια του ‘mama pierina’s’ ήταν μια καστανή, υπερκινητική γυναίκα. μπαινόβγαινε στην κουζίνα και έδινε διαρκώς εντολές στους αφρικάνους. είχε τον απόλυτο έλεγχο. 
αφού σερβιριστήκαμε ήρθε και κάθησε στο τραπέζι μας και άρχισαν τα πειράγματα με τον jurgen που όπως φάνηκε γνωρίζονταν από πολύ παλιά:
‘από που έναι αυτή τη φορά η παρέα σου, βρωμοδανέ;’
‘ά, πολυεθνική. ο axel είναι γερμανός, ο niels και η mette δανοί...και αυτός εδώ είναι ο κώστας από την ελλάδα’
‘έλληνας είσαι ρε μαλάκα;’ μου λέει ξαφνικά εκείνη 
σε άπταιστα ελληνικά.
δεν ξέρω αν σοκαρίστηκα τόσο που με αποκαλούσε έτσι μια άγνωστη σε μένα γυναίκα ή πιό πολύ που άκουγα ελληνικά στην καρδιά της αφρικής. δεν απάντησα.
‘σου ορκίζομαι, αυτός είναι έλληνας’ επέμενε ο jurgen
‘έλληνας είμαι, αλλά όχι από αυτό που είπες - τουλλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω’ της λέω στα ελληνικά. σηκώθηκε. με αγκάλιασε.
‘ω συγνώμη. χίλια συγνώμη. ξέρεις αυτό εδώ το καθήκι μου κουβαλάει κάθε τόσο κάτι τύπους που ξέρουν κάν’να δυό κουβέντες ελληνικά ‘γειά σου’ ‘καλημέρα’ ‘μαλάκα’ ‘σ’ αγαπώ’ τέτοιες τουριστικές μαλακίες και μου τους σερβίρει για έλληνες για να μου κάνει πλάκα. χίλια συγνώμη. δήμητρα με λένε.’
‘και από που κι ως πού το ιταλικό mama pierina’s’
‘ο πατέρας μου έλληνας, η μάνα μου ιταλίδα. έλα τώρα. χεσ’ τους αυτούς τους ξένους. έλα να σε γνωρίσω με τα παιδιά. θα χαρούν πολύ.’
με πήρε από το χέρι. περάσαμε μέσα από την κουζίνα και βγήκαμε πίσω από το κτήριο σε μια ευρύχωρη εσωτερική αυλή. καταμεσής, κάτω από ένα θεόρατο λαστιχόδενδρο ένα τραπέζι γεμάτο άδεια μπουκάλια μπύρας και γύρω-γύρω 'τα παιδια' φώναζαν γελούσαν και έβριζαν ελληνικά. μου τους σύστησε έναν-έναν όλους.
‘ο αδερφός μου ο γιάννης, ο ξάδερφός μου ο διονύσης, ο ...ο..’
με αγκάλιασαν φανερά συγκινημένοι. μου εξήγησαν ότι ήταν έλληνες δεύτερης γενιάς. οι γονείς τους κτηματίες. είχαν καλλιέργειες καπνού και σιζάλ. όταν όμως ήρθε στα πράγματα ο julius nyerere το ‘60 και κρατικοποίησε τα πάντα όλοι έχασαν τις περιουσίες τους. οι λευκοί αναγκάστηκαν να φύγουν σχεδόν όλοι. από τους έλληνες οι πιό πολλοί μετακόμισαν βόρεια προς την αίγυπτο και ασχολήθηκαν κυρίως με το μπαμπάκι και τον καπνό, άλλοι σε γειτονικές αφρικανικές χώρες. πολλοί λίγοι επέστρεψαν στην ελλάδα. κάποιοι όμως – ελλάχιστοι - προτίμησαν να μείνουν. τώρα τα παιδιά τους δουλεύουν σε μεγάλες εταιρίες καπνού που εισέρευσαν στην τανζανία μετά τον θάνατο του nyerere και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των διαδόχων του.
ο διονύσης είχε σπουδάσει business. μιλούσε πολύ όμορφα ελληνικά:
‘εμείς είμαστε αφρικάνοι έλληνες. όχι έλληνες. ούτε αφρικάνοι - αλλά και τα δύο: αφροέλληνες. εμείς λατρεύουμε αυτή την χώρα και τον λαό της. είμαστε ένα με τους αφρικάνους που μας αγαπάνε. γι’ αυτό και μας πληρώνει ένα κάρο λευτά η philip morris, επειδή ξέρουμε την αφρική. ειμαστε αφρικάνοι και μπορούμε να δουλεύουμε με τους ντόπιους. κάτι που δεν καταφέρνουν οι εγγλέζοι και οι άλλοι ευρωπαίοι που πάντα φέρονταν στους ντόπιους σαν αποικιοκράτες. 
εμείς τα καταφέρνουμε επειδή είμαστε έλληνες. 
όμως όχι. δεν μπορούμε να ζήσουμε στην ελλάδα εμείς. όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο ανέβηκα στην ελλάδα για να δοκιμάσω. άντεξα έναν χρόνο. εμείς καταγόμαστε από την κέρκυρα. έζησα εκεί και στην αθήνα που έχουμε κάτι συγγενείς. 
όμορφη η ελλάδα, δεν λέω. όμως δεν μου άρεσε η ζωή εκεί. 
πολύ δήθεν. πολύ λούσο. πολύ τρέξιμο και πολύ υποκρισία. 
δεν μας πάνε εμας αυτά. 
κοίτα, εδώ ο κόσμος είναι φτωχός και σ΄αυτό τον τόπο είναι όλο τον χρόνο καλοκαίρι. 
δεν χρειάζεσαι μεγάλα και πολυτελή σπίτια με θέρμανση και βαρυά έπιπλα. 
ούτε καλά και ακριβά ρούχα. 
εδώ νοιώθω ελεύθερος και είμαι με ανθρώπους που με αγαπάνε και με εκτιμούν...’
‘έχεις πάει με αφρικάνα;’ διέκοψε ο γιάννης.
‘άσ’ τον ρε γιάννη τον άνθρωπο’ με γλύτωσε ο διονύσης. ο γιάννης σε κοίταζε κατευθείαν στα μάτια με ένα βλέμα γεμάτο πυρετό. ήταν λίγο πιό πιωμένος από εμάς και συνέχισε απτόητος:
‘άκου. αν μείνεις και αύριο, θα πάω να σκοτώσω ένα eland. θα το πάω στο χωριό δίπλα στη φάρμα μου να μας το ετοιμάσουν για το βράδυ και θα έρθουν και τα κορίτσια...θα σε τρελάνουν... έχεις φάει ποτέ σου eland;
εγώ πέταξα πάλι την εξυπνάδα μου:
‘μα απ’ ότι ξέρω η αντιλόπη eland είναι προστατευόμενο είδος...’
ο γιάννης έσκασε στα γέλια:
‘εδώ φίλε μου είναι άφρικα και εμείς είμαστε βασιλιάδες εδώ. καταλαβαίνεις; αυτοί οι νόμοι είναι για τους ξένους – όχι για εμάς τους αφρικάνους. ξέρεις τι έκανα όλη μέρα σήμερα;
έχω μια φυτεία mango και μου την έχουν ταράξει κάτι μπαμπουίνοι. έχω πεί στους εργάτες και αφού μαζέψουν τη σοδειά από όλα τα δενδρα, αφήνουν κάμποσα που είναι γύρω από ένα ποτάμι που περνάει δίπλα από το σπίτι μου. ερχονται αυτοί οι κλεφταράδες οι μπαμπουίνοι κι εγώ την στήνω σε μια σεζλόνγκ στην βεράντα με την καραμπίνα. μπάμ και κάτω. έχουν μάθει και οι κροκόδειλοι και όταν ακούσουν την πρώτη τουφεκιά μαζεύονται κάτω απ’ τα δένδρα και μόλις πυροβολήσω τον μπαμπουίνο ανοίγουν το στόμα και χλάπ...καθάρισα καμιά δεκαριά απο αυτούς τους λωποδύτες σήμερα’
ο διονύσης μ’ έπιασε απ΄ τον ώμο:
‘να μην το ξεχάσω: να προσέχεις την ελλονοσία εδώ. τίποτα άλλο μη φοβάσαι. έχεις πάρει φάρμακο;’ του έδειξα ένα κουτί malarone που παίρνουν προγνωστικά όσοι πάμε υποσαχάρια αφρική
‘αυτά είναι τρίχες. κινίνο!!. να πάρεις κινίνο’. ‘ξέρεις το αυγό της ελονοσίας χρειάζεται δέκα μέρες για να επωασθεί. ο πατέρας μου πήγε πριν 15 χρόνια στην κέρκυρα και μετά καμιά ‘βδομάδα αρώστησε με ψηλό πυρετό. είπε αμέσως στους γιατρούς ότι είναι ελλονοσία. αυτός ήξερε. δεν τον πίστεψε κανείς. σε λίγες μέρες είχε κάτι επιπλοκές, έπεσε σε κώμα και πέθανε. άν του έδιναν κινίνο...να πάρεις να έχεις μαζύ σου όταν πάς πίσω στο σπίτι σου και στα παιδιά σου. αν δείς το παραμικρό σύμπτωμα...
νά, πάρε ένα κουτί...’
έβγαλε απ' την τσέπη του ένα κουτάκι με χάπια και μου το ‘χωσε στο τσεπάκι του πουκαμίσου πρίν προλάβω να αντιδράσω.
περάσαμε όλο το βράδυ κάτω από το λαστιχόδενδρο. ακούγοντες ατέλειωτες ιστορίες από τον γιάννη, για σαφάρι, για αναρίθμητες γυναίκες, πως τον κυνήγησε μια φορά μια μαύρη μάμπα – το πιό δηλητηριώδες φίδι της αφρικής:
‘εγώ έτρεχα με το jeep κι αυτή με κυνηγούσε...έτρεχε πιο γρήγορα από το jeep φίλε μου’
κάθε τόσο κέρναγαν στους συναδέλφους μου μπύρες. όταν εκείνοι σηκώθηκαν να φύγουν ο γιάννης και η παρέα με κράτησαν:
‘θα τον φέρουμε εμείς στο ξενοδοχείο’
με πηγαν πίσω ξημερώματα κυριολεκτικά λιώμα. θυμήθηκα να υπενθυμήσω στον γιάννη ν’ αφήσει την μεγάλη αντιλόπη ήσυχη αφού θα φεύγαμε πρωί-πρωί για το dar es salam από όπου θα πετούσαμε την μεθεπόμενη για κοπεγχάγη - έτσι έσωσα κι εγώ μιά eland !

έχω γνωρίσει πολούς έλληνες της διασποράς. ο γιάννης, η δήμητρα, ο διονύσης είχαν την καπατσωσύνη και τον ρομαντισμό που διακρίνει κυρίως τους έλληνες που συνάντησα σε μακρυνούς τόπους, στον καναδά, στην αμερική, στο μεξικό...όμως εκείνος ο πυρετός στο βλέμα του γιάννη ήταν η αφρική.

με λένε γιώργο και είμαι έλληνας και γαύρος



dar es salaam, Tanzania, 2009

από το morongoro, την επόμενη μέρα πρωί-πρωί μας φόρτωσαν σε δυό θηριώδη land cruisers για το dar es salaam. ο jurgen είχε κλείσει ένα υπέροχο ξενοδοχείο έξω από το dar όπου μείναμε την τελευταία βραδυά. το white sands hotel βρίσκεται σε μια παραλία της ερυθράς θάλασσας καμιά δεκαριά χιλιόμετρα έξω από το dar. η άμπωτις τραβιόταν κάθε τόσο και αποκάλυπτε κάπου εκατό μέτρα αμμουδιάς στην οποία έτρεχαν χιλιάδες καβούρια και περίεργα θαλασσινά έσκαβαν και χάνονταν στην άμμο μέχρι να έρθει η παλίρροια και να τα σκεπάσει πάλι όλα. τεμπελιάζαμε κάτω από τις χορταρένιες ομπρέλες όλη μέρα και μιλούσαμε για το project.  
πιό πολύ όμως οι συνάδελφοί μου με ρωτούσαν για ‘κείνους τους γεναιόδωρους μεθυσμένους καπνέμπορους έλληνες του morongoro.
την επόμενη μέρα το πρωί μοιραστήκαμε σε τρία ταξί
εγώ με δυό δανούς και τον γερμανό μπήκαμε στο πρώτο. ένα κόκκινο lada. ο niels και ο axel στρίμωξαν την μικροκαμωμένη mette στο πίσω κάθισμα. εγώ κάθησα στο μπροστινό. χαιρέτισα βιαστικά τον αφρικάνο οδηγό. του πέταξα ένα ‘airport’ και στράφηκα πίσω κουβεντιάζοντας με τους τρείς. ήταν ιούνης μήνας και το θέμα είχε γυρίσει στις διακοπές. μιλούσαμε αγγλικά:
‘εσύ που θα πάς κώστα; ελλάδα;’ ρώτησε ο axel.
‘ε που αλλού. πάντα ελλάδα πάμε διακοπές εμείς’
‘έλληνας είσαι ρε φίλε;’ άκουσα την βαριά φωνή του αφρικάνου οδηγού δίπλα μου.
γύρισα και τον κοίταξα μή πιστεύοντας στα μάτια και στα αυτιά μου που ακουγα από αυτόν τον μαύρο να μιλά άπταιστα ελληνικά.
‘ναι, έλληνας...εσύ όμως πως μιλάς τόσο καλά ελληνικά;’
‘γιώργο με λένε. έλληνας είμαι κι εγώ’ γέλασε ανοιχτόκαρδα. μιλούσε αργά και λίγο μάγγικα.
‘...εντάξει μην τρελαίνεσαι...τανζανία γεννήθηκα, πήγα ελλάδα το 80, έζησα 25 χρόνια εκεί. παντρέυτηκα. έκανα παιδιά. ζούσαμε στον μαραθώνα. χωρίσαμε με την ελλένη. μετά με ειδοποίησαν ότι πέθαινε ο πατέρας μου. ήρθα. ο αδερφός μου αρώστησε. δούλεψα το ταξί του για να ταίσω την οικογένειά του. ταρίφας. είμαι εδώ τώρα πέντε χρόνια. ξαναπαντρέυτηκα. ξανά παιδια..ξανά οικογένεια ... καταλαβαίνεις...τώρα δεν μπορώ να φύγω.
εγώ όμως μάγγα μου είμαι έλληνας. έλληνας γαύρος’
καθώς γύρισα μπροστά για να μιλάω με τον γιώργο, είχα διαπιστώσει ότι το ταμπλό του lada ήταν γεμάτο σημαιάκια, και γιρλάντες ερυθρόλευκες. κόκκινες μπαλίτσες και μπρελόκ του ολυμπιακού κρέμονταν απ' το καθρεπτάκι. όλο το lada ήταν μια αποθέωση του θρύλου.
ο γιώργος, έσπρωξε απαλά με τον χοντρό του αντίχειρα μια κασσέτα στό κασετόφωνο:
από εκείνες τις παλιές τεράστιες 8 track  
στράτος διοννυσίου!
‘εγώ φίλε γουστάρω πολύ στράτο και αγγελόπουλο. αλλά τώρα δεν μπορώ να βρώ άλλο τέτοιες κασέτες. θ’ αλλάξω όμως κασετόφωνο απ’ τα καινούργια με τις μικρές. 
αλλά που να ξαναβρώ τόσα τραγούδια ;’
μου έδειξε δίπλα του ένα μακρόστενο χαρτόκουτο γεμάτο κασσέτες
οι δανο-γερμανοί πίσω είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια:
‘please, don't tell us now that he is also greek’ 
μου λέει η mette
ο ταρίφας της χαμογέλασε μέσα απ’ τον καθρέφτη
‘yes i am! my name is george and i am greek gavros’ 
 μετά γύρισε προς το μέρος μου:
‘καθάρισε τώρα εσύ μαζύ τους δικέ μου για το τι 'ναι ο γαύρος’
χαμογελώντας άρχισε να συνοδεύει τον διονυσίου στην 8 track: 
‘αφού δεν ζούμε πια μαζύ...πάρε ότι θέλεις παλιατζή’

...greek gavros
το ‘γαύρος’ είναι εύκολο, σκεύτηκα. 
το άλλο όμως, το πρώτο συνθετικό ”greek” πως να το εξηγήσω;   
πως να εξηγήσω σε μιά δανέζα, μέσα σε ένα ταξί στο dar es salaam 
ότι ο μαύρος οδηγός μας που τραγουδάει τον ‘παλιατζή’ είναι κι αυτός έλληνας
όσο και ο γιάννης, ο διονύσης και η δήμητρα που γνωρίσαμε το προηγούμενο βράδυ στο morongoro

όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο ζήτησα την διεύθυνση του γιώργου.
‘θα σου στείλω κασσέτες του στράτου’ του υποσχέθηκα
'μεγάλε !!' με χτύπησε στην πλάτη
μου έδωσε μια καρτούλα με το όνομά του. κατακόκκινη με θυρεό του θρύλου:
taxi george - dar es salaam
ξετρύπωσε ένα ταλαιπωρημένο στυλό bick μέσα από το χαρτόκουτο με της κασσέτες 8 track 
και έγραψε στο πίσω μέρος την ταχυδρομική του διεύθυνση

τρία χρόνια τώρα δεν εκπλήρωσα ακόμα την υπόσχεσή μου. 
έκείνη την καρτούλα του γιώργου δεν μπορώ να την βρώ πιά. 
κάπου παράπεσε φαίνεται μαζύ με το κουτί με τα κινίνα