Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

αφροέλληνες



μορονγκόρο, τανζανία 2009

τελειώναμε μια δεκαήμερη επίσκεψη στην τανζανία με ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα του fao. καμιά δεκαριά πανεπιστημιακοί διαφόρων εθνικοτήτων, δανοί, γερμανοί, σουηδοί. είχαμε καταλλήξει στο morongoro μια μικρή πόλη στην καρδιά της τανζανίας. το βράδυ, κατάκοποι, πήγαμε για φαγητό στο ‘mama pierina’s’ στο πιό καλό ιταλικό εστιατόριο της πόλης. ακολουθούσαμε τον jurgen, τον κατά κάποιο τρόπο αρχηγό τη αποστολής. έναν δανό κτηνίατρο πολυταξιδεμένο. άνθρωπο παλαιάς κοπής με χακί και αρβύλες. είχε φάει την αφρική με το κουτάλι.
η ιδιοκτήτρια του ‘mama pierina’s’ ήταν μια καστανή, υπερκινητική γυναίκα. μπαινόβγαινε στην κουζίνα και έδινε διαρκώς εντολές στους αφρικάνους. είχε τον απόλυτο έλεγχο. 
αφού σερβιριστήκαμε ήρθε και κάθησε στο τραπέζι μας και άρχισαν τα πειράγματα με τον jurgen που όπως φάνηκε γνωρίζονταν από πολύ παλιά:
‘από που έναι αυτή τη φορά η παρέα σου, βρωμοδανέ;’
‘ά, πολυεθνική. ο axel είναι γερμανός, ο niels και η mette δανοί...και αυτός εδώ είναι ο κώστας από την ελλάδα’
‘έλληνας είσαι ρε μαλάκα;’ μου λέει ξαφνικά εκείνη 
σε άπταιστα ελληνικά.
δεν ξέρω αν σοκαρίστηκα τόσο που με αποκαλούσε έτσι μια άγνωστη σε μένα γυναίκα ή πιό πολύ που άκουγα ελληνικά στην καρδιά της αφρικής. δεν απάντησα.
‘σου ορκίζομαι, αυτός είναι έλληνας’ επέμενε ο jurgen
‘έλληνας είμαι, αλλά όχι από αυτό που είπες - τουλλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω’ της λέω στα ελληνικά. σηκώθηκε. με αγκάλιασε.
‘ω συγνώμη. χίλια συγνώμη. ξέρεις αυτό εδώ το καθήκι μου κουβαλάει κάθε τόσο κάτι τύπους που ξέρουν κάν’να δυό κουβέντες ελληνικά ‘γειά σου’ ‘καλημέρα’ ‘μαλάκα’ ‘σ’ αγαπώ’ τέτοιες τουριστικές μαλακίες και μου τους σερβίρει για έλληνες για να μου κάνει πλάκα. χίλια συγνώμη. δήμητρα με λένε.’
‘και από που κι ως πού το ιταλικό mama pierina’s’
‘ο πατέρας μου έλληνας, η μάνα μου ιταλίδα. έλα τώρα. χεσ’ τους αυτούς τους ξένους. έλα να σε γνωρίσω με τα παιδιά. θα χαρούν πολύ.’
με πήρε από το χέρι. περάσαμε μέσα από την κουζίνα και βγήκαμε πίσω από το κτήριο σε μια ευρύχωρη εσωτερική αυλή. καταμεσής, κάτω από ένα θεόρατο λαστιχόδενδρο ένα τραπέζι γεμάτο άδεια μπουκάλια μπύρας και γύρω-γύρω 'τα παιδια' φώναζαν γελούσαν και έβριζαν ελληνικά. μου τους σύστησε έναν-έναν όλους.
‘ο αδερφός μου ο γιάννης, ο ξάδερφός μου ο διονύσης, ο ...ο..’
με αγκάλιασαν φανερά συγκινημένοι. μου εξήγησαν ότι ήταν έλληνες δεύτερης γενιάς. οι γονείς τους κτηματίες. είχαν καλλιέργειες καπνού και σιζάλ. όταν όμως ήρθε στα πράγματα ο julius nyerere το ‘60 και κρατικοποίησε τα πάντα όλοι έχασαν τις περιουσίες τους. οι λευκοί αναγκάστηκαν να φύγουν σχεδόν όλοι. από τους έλληνες οι πιό πολλοί μετακόμισαν βόρεια προς την αίγυπτο και ασχολήθηκαν κυρίως με το μπαμπάκι και τον καπνό, άλλοι σε γειτονικές αφρικανικές χώρες. πολλοί λίγοι επέστρεψαν στην ελλάδα. κάποιοι όμως – ελλάχιστοι - προτίμησαν να μείνουν. τώρα τα παιδιά τους δουλεύουν σε μεγάλες εταιρίες καπνού που εισέρευσαν στην τανζανία μετά τον θάνατο του nyerere και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των διαδόχων του.
ο διονύσης είχε σπουδάσει business. μιλούσε πολύ όμορφα ελληνικά:
‘εμείς είμαστε αφρικάνοι έλληνες. όχι έλληνες. ούτε αφρικάνοι - αλλά και τα δύο: αφροέλληνες. εμείς λατρεύουμε αυτή την χώρα και τον λαό της. είμαστε ένα με τους αφρικάνους που μας αγαπάνε. γι’ αυτό και μας πληρώνει ένα κάρο λευτά η philip morris, επειδή ξέρουμε την αφρική. ειμαστε αφρικάνοι και μπορούμε να δουλεύουμε με τους ντόπιους. κάτι που δεν καταφέρνουν οι εγγλέζοι και οι άλλοι ευρωπαίοι που πάντα φέρονταν στους ντόπιους σαν αποικιοκράτες. 
εμείς τα καταφέρνουμε επειδή είμαστε έλληνες. 
όμως όχι. δεν μπορούμε να ζήσουμε στην ελλάδα εμείς. όταν τέλειωσα το πανεπιστήμιο ανέβηκα στην ελλάδα για να δοκιμάσω. άντεξα έναν χρόνο. εμείς καταγόμαστε από την κέρκυρα. έζησα εκεί και στην αθήνα που έχουμε κάτι συγγενείς. 
όμορφη η ελλάδα, δεν λέω. όμως δεν μου άρεσε η ζωή εκεί. 
πολύ δήθεν. πολύ λούσο. πολύ τρέξιμο και πολύ υποκρισία. 
δεν μας πάνε εμας αυτά. 
κοίτα, εδώ ο κόσμος είναι φτωχός και σ΄αυτό τον τόπο είναι όλο τον χρόνο καλοκαίρι. 
δεν χρειάζεσαι μεγάλα και πολυτελή σπίτια με θέρμανση και βαρυά έπιπλα. 
ούτε καλά και ακριβά ρούχα. 
εδώ νοιώθω ελεύθερος και είμαι με ανθρώπους που με αγαπάνε και με εκτιμούν...’
‘έχεις πάει με αφρικάνα;’ διέκοψε ο γιάννης.
‘άσ’ τον ρε γιάννη τον άνθρωπο’ με γλύτωσε ο διονύσης. ο γιάννης σε κοίταζε κατευθείαν στα μάτια με ένα βλέμα γεμάτο πυρετό. ήταν λίγο πιό πιωμένος από εμάς και συνέχισε απτόητος:
‘άκου. αν μείνεις και αύριο, θα πάω να σκοτώσω ένα eland. θα το πάω στο χωριό δίπλα στη φάρμα μου να μας το ετοιμάσουν για το βράδυ και θα έρθουν και τα κορίτσια...θα σε τρελάνουν... έχεις φάει ποτέ σου eland;
εγώ πέταξα πάλι την εξυπνάδα μου:
‘μα απ’ ότι ξέρω η αντιλόπη eland είναι προστατευόμενο είδος...’
ο γιάννης έσκασε στα γέλια:
‘εδώ φίλε μου είναι άφρικα και εμείς είμαστε βασιλιάδες εδώ. καταλαβαίνεις; αυτοί οι νόμοι είναι για τους ξένους – όχι για εμάς τους αφρικάνους. ξέρεις τι έκανα όλη μέρα σήμερα;
έχω μια φυτεία mango και μου την έχουν ταράξει κάτι μπαμπουίνοι. έχω πεί στους εργάτες και αφού μαζέψουν τη σοδειά από όλα τα δενδρα, αφήνουν κάμποσα που είναι γύρω από ένα ποτάμι που περνάει δίπλα από το σπίτι μου. ερχονται αυτοί οι κλεφταράδες οι μπαμπουίνοι κι εγώ την στήνω σε μια σεζλόνγκ στην βεράντα με την καραμπίνα. μπάμ και κάτω. έχουν μάθει και οι κροκόδειλοι και όταν ακούσουν την πρώτη τουφεκιά μαζεύονται κάτω απ’ τα δένδρα και μόλις πυροβολήσω τον μπαμπουίνο ανοίγουν το στόμα και χλάπ...καθάρισα καμιά δεκαριά απο αυτούς τους λωποδύτες σήμερα’
ο διονύσης μ’ έπιασε απ΄ τον ώμο:
‘να μην το ξεχάσω: να προσέχεις την ελλονοσία εδώ. τίποτα άλλο μη φοβάσαι. έχεις πάρει φάρμακο;’ του έδειξα ένα κουτί malarone που παίρνουν προγνωστικά όσοι πάμε υποσαχάρια αφρική
‘αυτά είναι τρίχες. κινίνο!!. να πάρεις κινίνο’. ‘ξέρεις το αυγό της ελονοσίας χρειάζεται δέκα μέρες για να επωασθεί. ο πατέρας μου πήγε πριν 15 χρόνια στην κέρκυρα και μετά καμιά ‘βδομάδα αρώστησε με ψηλό πυρετό. είπε αμέσως στους γιατρούς ότι είναι ελλονοσία. αυτός ήξερε. δεν τον πίστεψε κανείς. σε λίγες μέρες είχε κάτι επιπλοκές, έπεσε σε κώμα και πέθανε. άν του έδιναν κινίνο...να πάρεις να έχεις μαζύ σου όταν πάς πίσω στο σπίτι σου και στα παιδιά σου. αν δείς το παραμικρό σύμπτωμα...
νά, πάρε ένα κουτί...’
έβγαλε απ' την τσέπη του ένα κουτάκι με χάπια και μου το ‘χωσε στο τσεπάκι του πουκαμίσου πρίν προλάβω να αντιδράσω.
περάσαμε όλο το βράδυ κάτω από το λαστιχόδενδρο. ακούγοντες ατέλειωτες ιστορίες από τον γιάννη, για σαφάρι, για αναρίθμητες γυναίκες, πως τον κυνήγησε μια φορά μια μαύρη μάμπα – το πιό δηλητηριώδες φίδι της αφρικής:
‘εγώ έτρεχα με το jeep κι αυτή με κυνηγούσε...έτρεχε πιο γρήγορα από το jeep φίλε μου’
κάθε τόσο κέρναγαν στους συναδέλφους μου μπύρες. όταν εκείνοι σηκώθηκαν να φύγουν ο γιάννης και η παρέα με κράτησαν:
‘θα τον φέρουμε εμείς στο ξενοδοχείο’
με πηγαν πίσω ξημερώματα κυριολεκτικά λιώμα. θυμήθηκα να υπενθυμήσω στον γιάννη ν’ αφήσει την μεγάλη αντιλόπη ήσυχη αφού θα φεύγαμε πρωί-πρωί για το dar es salam από όπου θα πετούσαμε την μεθεπόμενη για κοπεγχάγη - έτσι έσωσα κι εγώ μιά eland !

έχω γνωρίσει πολούς έλληνες της διασποράς. ο γιάννης, η δήμητρα, ο διονύσης είχαν την καπατσωσύνη και τον ρομαντισμό που διακρίνει κυρίως τους έλληνες που συνάντησα σε μακρυνούς τόπους, στον καναδά, στην αμερική, στο μεξικό...όμως εκείνος ο πυρετός στο βλέμα του γιάννη ήταν η αφρική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: